- τυρεύματα
- τῡρεύματα , τύρευμαthat which is curdledneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύρευμα — εύματος, τὸ, Α [τυρεύω] 1. ο τυρός, το τυρί («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», Ευρ.) 2. μτφ. μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία … Dictionary of Greek